αραμπατζής
Greek
editEtymology
editBorrowed from Ottoman Turkish عربهجی (arabacı).
Noun
editαραμπατζής • (arampatzís) m (plural αραμπατζήδες)
- carter, cart owner
- Synonyms: αμαξάς (amaxás), καροτσέρης (karotséris)
Declension
editDeclension of αραμπατζής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αραμπατζής • | αραμπατζήδες • |
genitive | αραμπατζή • | αραμπατζήδων • |
accusative | αραμπατζή • | αραμπατζήδες • |
vocative | αραμπατζή • | αραμπατζήδες • |
Related terms
edit- αραμπάς m (arampás, “oxcart”)
Further reading
edit- αραμπατζής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language