αρβανίτικος
Greek
editAdjective
editαρβανίτικος • (arvanítikos) m (feminine αρβανίτικη, neuter αρβανίτικο)
Declension
editDeclension of αρβανίτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρβανίτικος • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικοι • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |
genitive | αρβανίτικου • | αρβανίτικης • / αρβανίτικιας • | αρβανίτικου • | αρβανίτικων • | αρβανίτικων • | αρβανίτικων • |
accusative | αρβανίτικο • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικους • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |
vocative | αρβανίτικε • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικοι • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |
Related terms
edit- see: Αλβανία f (Alvanía, “Albania”)
Further reading
edit- αρβανίτικος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language