αργυρόλευκος
Greek
editEtymology
editάργυρος (árgyros) +λευκός (lefkós)
Adjective
editαργυρόλευκος • (argyrólefkos) m (feminine αργυρόλευκη, neuter αργυρόλευκο)
Declension
editDeclension of αργυρόλευκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργυρόλευκος • | αργυρόλευκη • | αργυρόλευκο • | αργυρόλευκοι • | αργυρόλευκες • | αργυρόλευκα • |
genitive | αργυρόλευκου • | αργυρόλευκης • | αργυρόλευκου • | αργυρόλευκων • | αργυρόλευκων • | αργυρόλευκων • |
accusative | αργυρόλευκο • | αργυρόλευκη • | αργυρόλευκο • | αργυρόλευκους • | αργυρόλευκες • | αργυρόλευκα • |
vocative | αργυρόλευκε • | αργυρόλευκη • | αργυρόλευκο • | αργυρόλευκοι • | αργυρόλευκες • | αργυρόλευκα • |
Further reading
edit- “αργυρόλευκος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998