αρκουδιάρισσα
Greek
editAlternative forms
edit- αρκουδιάρα f (arkoudiára)
Noun
editαρκουδιάρισσα • (arkoudiárissa) f (plural αρκουδιάρισσες, masculine αρκουδιάρης)
Declension
editDeclension of αρκουδιάρισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρκουδιάρισσα • | αρκουδιάρισσες • |
genitive | αρκουδιάρισσας • | — |
accusative | αρκουδιάρισσα • | αρκουδιάρισσες • |
vocative | αρκουδιάρισσα • | αρκουδιάρισσες • |
Related terms
edit- see: αρκούδα f (arkoúda, “bear”)