αρνησίθεος
Greek
editAdjective
editαρνησίθεος • (arnisítheos) m (feminine ήη)
- atheist
- (nominalised) atheist
Declension
editDeclension of αρνησίθεος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρνησίθεος • | αρνησίθεη • | αρνησίθεο • | αρνησίθεοι • | αρνησίθεες • | αρνησίθεα • |
genitive | αρνησίθεου • | αρνησίθεης • | αρνησίθεου • | αρνησίθεων • | αρνησίθεων • | αρνησίθεων • |
accusative | αρνησίθεο • | αρνησίθεη • | αρνησίθεο • | αρνησίθεους • | αρνησίθεες • | αρνησίθεα • |
vocative | αρνησίθεε • | αρνησίθεη • | αρνησίθεο • | αρνησίθεοι • | αρνησίθεες • | αρνησίθεα • |
Related terms
edit- see: άρνηση f (árnisi, “refusal”)
Further reading
edit- “αρνησίθεος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998