αρρωστιάρικος
Greek
editAlternative forms
edit- αρρωστιάρης (arrostiáris)
Adjective
editαρρωστιάρικος • (arrostiárikos) m (feminine αρρωστιάρικη, neuter αρρωστιάρικο)
Declension
editDeclension of αρρωστιάρικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρωστιάρικος • | αρρωστιάρικη • | αρρωστιάρικο • | αρρωστιάρικοι • | αρρωστιάρικες • | αρρωστιάρικα • |
genitive | αρρωστιάρικου • | αρρωστιάρικης • | αρρωστιάρικου • | αρρωστιάρικων • | αρρωστιάρικων • | αρρωστιάρικων • |
accusative | αρρωστιάρικο • | αρρωστιάρικη • | αρρωστιάρικο • | αρρωστιάρικους • | αρρωστιάρικες • | αρρωστιάρικα • |
vocative | αρρωστιάρικε • | αρρωστιάρικη • | αρρωστιάρικο • | αρρωστιάρικοι • | αρρωστιάρικες • | αρρωστιάρικα • |
Related terms
edit- see: άρρωστος (árrostos, “ill, sick”)
Further reading
edit- “αρρωστιάρικος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998