αρχαιόφιλος
Greek edit
Adjective edit
αρχαιόφιλος • (archaiófilos) m (feminine αρχαιόφιλη, neuter αρχαιόφιλο)
Declension edit
Declension of αρχαιόφιλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιόφιλος • | αρχαιόφιλη • | αρχαιόφιλο • | αρχαιόφιλοι • | αρχαιόφιλες • | αρχαιόφιλα • |
genitive | αρχαιόφιλου • | αρχαιόφιλης • | αρχαιόφιλου • | αρχαιόφιλων • | αρχαιόφιλων • | αρχαιόφιλων • |
accusative | αρχαιόφιλο • | αρχαιόφιλη • | αρχαιόφιλο • | αρχαιόφιλους • | αρχαιόφιλες • | αρχαιόφιλα • |
vocative | αρχαιόφιλε • | αρχαιόφιλη • | αρχαιόφιλο • | αρχαιόφιλοι • | αρχαιόφιλες • | αρχαιόφιλα • |
Related terms edit
- see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)