αρχική σελίδα

Greek

edit

Noun

edit

αρχική σελίδα (archikí selídaf (plural αρχικές σελίδες)

  1. (computing, web) home page (literally: initial page)

Declension

edit
see: αρχικός (archikós) and σελίδα (selída)

Synonyms

edit