αρχικοποίηση
Greek
editEtymology
editFrom αρχικ(ός) (archik(ós)) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
Pronunciation
editNoun
editαρχικοποίηση • (archikopoíisi) f (plural αρχικοποιήσεις)
- initialization
- Near-synonym: εκκίνηση f (ekkínisi)
Declension
editDeclension of αρχικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αρχικοποίηση • | αρχικοποιήσεις • | |
genitive | αρχικοποίησης • | αρχικοποιήσεων • | |
accusative | αρχικοποίηση • | αρχικοποιήσεις • | |
vocative | αρχικοποίηση • | αρχικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αρχικοποιήσεως • |
Related terms
edit- αρχικοποιώ (archikopoió)
- αρχικός (archikós)