ασαπούνιστος
Greek
editAdjective
editασαπούνιστος • (asapoúnistos) m (feminine ασαπούνιστη, neuter ασαπούνιστο)
- not washed, especially not with soap
- Antonym: σαπουνισμένος (sapounisménos)
Declension
editDeclension of ασαπούνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασαπούνιστος • | ασαπούνιστη • | ασαπούνιστο • | ασαπούνιστοι • | ασαπούνιστες • | ασαπούνιστα • |
genitive | ασαπούνιστου • | ασαπούνιστης • | ασαπούνιστου • | ασαπούνιστων • | ασαπούνιστων • | ασαπούνιστων • |
accusative | ασαπούνιστο • | ασαπούνιστη • | ασαπούνιστο • | ασαπούνιστους • | ασαπούνιστες • | ασαπούνιστα • |
vocative | ασαπούνιστε • | ασαπούνιστη • | ασαπούνιστο • | ασαπούνιστοι • | ασαπούνιστες • | ασαπούνιστα • |
Related terms
edit- see: σαπούνι n (sapoúni, “soap”)
Further reading
edit- “ασαπούνιστος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998