ασβεστοκάμινος
Greek
editNoun
editασβεστοκάμινος • (asvestokáminos) f (plural ασβεστοκάμινοι)
- Alternative form of ασβεστοκάμινο (asvestokámino)
Declension
editDeclension of ασβεστοκάμινος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασβεστοκάμινος • | ασβεστοκάμινοι • |
genitive | ασβεστοκαμίνου • | ασβεστοκαμίνων • |
accusative | ασβεστοκάμινο • | ασβεστοκαμίνους • |
vocative | ασβεστοκάμινε •, ασβεστοκάμινο • | ασβεστοκάμινοι • |
Further reading
edit- ασβεστοκάμινος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language