αστήρικτος
Greek
editAlternative forms
edit- αστήριχτος (astírichtos)
Adjective
editαστήρικτος • (astíriktos) m (feminine αστήρικτη, neuter αστήρικτο)
Declension
editDeclension of αστήρικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστήρικτος • | αστήρικτη • | αστήρικτο • | αστήρικτοι • | αστήρικτες • | αστήρικτα • |
genitive | αστήρικτου • | αστήρικτης • | αστήρικτου • | αστήρικτων • | αστήρικτων • | αστήρικτων • |
accusative | αστήρικτο • | αστήρικτη • | αστήρικτο • | αστήρικτους • | αστήρικτες • | αστήρικτα • |
vocative | αστήρικτε • | αστήρικτη • | αστήρικτο • | αστήρικτοι • | αστήρικτες • | αστήρικτα • |
Related terms
edit- see: στηρίζω (stirízo, “to support”)
Further reading
edit- “αστήρικτος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998