αστικοποιούμαι
Greek edit
Verb edit
αστικοποιούμαι • (astikopoioúmai) passive (past αστικοποιήθηκα, ppp αστικοποιημένος, active αστικοποιώ)
- 1st person singular present passive form of αστικοποιώ (astikopoió).
αστικοποιούμαι • (astikopoioúmai) passive (past αστικοποιήθηκα, ppp αστικοποιημένος, active αστικοποιώ)