αστραποβόλος
Greek
editAdjective
editαστραποβόλος • (astrapovólos) m (feminine αστραποβόλα, neuter αστραποβόλο)
Declension
editDeclension of αστραποβόλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστραποβόλος • | αστραποβόλα • | αστραποβόλο • | αστραποβόλοι • | αστραποβόλες • | αστραποβόλα • |
genitive | αστραποβόλου • | αστραποβόλας • | αστραποβόλου • | αστραποβόλων • | αστραποβόλων • | αστραποβόλων • |
accusative | αστραποβόλο • | αστραποβόλα • | αστραποβόλο • | αστραποβόλους • | αστραποβόλες • | αστραποβόλα • |
vocative | αστραποβόλε • | αστραποβόλα • | αστραποβόλο • | αστραποβόλοι • | αστραποβόλες • | αστραποβόλα • |
Related terms
edit- see: αστραπή f (astrapí, “lightning, flash”)
Further reading
edit- “αστραποβόλος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998