αστυνομική ταυτότητα
Greek edit
Noun edit
αστυνομική ταυτότητα • (astynomikí taftótita) f (plural αστυνομικές ταυτότητες)
Declension edit
- see: αστυνομικός (astynomikós) and ταυτότητα (taftótita)
Synonyms edit
- ταυτότητα f (taftótita, “ID, identity”)
- δελτίο ταυτότητας f (deltío taftótitas, “identity card”)
Further reading edit
- Δελτίο αστυνομικής ταυτότητας (Ελλάδα) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el