αστυνομικός
Greek
editAdjective
editαστυνομικός • (astynomikós) m (feminine αστυνομική, neuter αστυνομικό)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστυνομικός (astynomikós) | αστυνομική (astynomikí) | αστυνομικό (astynomikó) | αστυνομικοί (astynomikoí) | αστυνομικές (astynomikés) | αστυνομικά (astynomiká) | |
genitive | αστυνομικού (astynomikoú) | αστυνομικής (astynomikís) | αστυνομικού (astynomikoú) | αστυνομικών (astynomikón) | αστυνομικών (astynomikón) | αστυνομικών (astynomikón) | |
accusative | αστυνομικό (astynomikó) | αστυνομική (astynomikí) | αστυνομικό (astynomikó) | αστυνομικούς (astynomikoús) | αστυνομικές (astynomikés) | αστυνομικά (astynomiká) | |
vocative | αστυνομικέ (astynomiké) | αστυνομική (astynomikí) | αστυνομικό (astynomikó) | αστυνομικοί (astynomikoí) | αστυνομικές (astynomikés) | αστυνομικά (astynomiká) |
Noun
editαστυνομικός • (astynomikós) m (plural αστυνομικοί, feminine αστυνομικίνα)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστυνομικός (astynomikós) | αστυνομικοί (astynomikoí) |
genitive | αστυνομικού (astynomikoú) | αστυνομικών (astynomikón) |
accusative | αστυνομικό (astynomikó) | αστυνομικούς (astynomikoús) |
vocative | αστυνομικέ (astynomiké) | αστυνομικοί (astynomikoí) |
Related terms
edit- see: αστυνομία f (astynomía, “police”)
Descendants
edit- → Aromanian: astinumico
Further reading
edit- αστυνομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language