Greek

edit

Adjective

edit

αστυνομικός (astynomikósm (feminine αστυνομική, neuter αστυνομικό)

  1. police, detective

Declension

edit
Declension of αστυνομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστυνομικός (astynomikós) αστυνομική (astynomikí) αστυνομικό (astynomikó) αστυνομικοί (astynomikoí) αστυνομικές (astynomikés) αστυνομικά (astynomiká)
genitive αστυνομικού (astynomikoú) αστυνομικής (astynomikís) αστυνομικού (astynomikoú) αστυνομικών (astynomikón) αστυνομικών (astynomikón) αστυνομικών (astynomikón)
accusative αστυνομικό (astynomikó) αστυνομική (astynomikí) αστυνομικό (astynomikó) αστυνομικούς (astynomikoús) αστυνομικές (astynomikés) αστυνομικά (astynomiká)
vocative αστυνομικέ (astynomiké) αστυνομική (astynomikí) αστυνομικό (astynomikó) αστυνομικοί (astynomikoí) αστυνομικές (astynomikés) αστυνομικά (astynomiká)

Noun

edit

αστυνομικός (astynomikósm (plural αστυνομικοί, feminine αστυνομικίνα)

  1. policeman
    Synonyms: αστυνόμος (astynómos), (slang) μπάτσος (bátsos)

Declension

edit
singular plural
nominative αστυνομικός (astynomikós) αστυνομικοί (astynomikoí)
genitive αστυνομικού (astynomikoú) αστυνομικών (astynomikón)
accusative αστυνομικό (astynomikó) αστυνομικούς (astynomikoús)
vocative αστυνομικέ (astynomiké) αστυνομικοί (astynomikoí)
edit

Descendants

edit
  • Aromanian: astinumico

Further reading

edit