ασυγχώρετος
Greek
editAdjective
editασυγχώρετος • (asynchóretos) m (feminine ασυγχώρετη, neuter ασυγχώρετο)
- Alternative form of ασυγχώρητος (asynchóritos)
Declension
editDeclension of ασυγχώρετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυγχώρετος • | ασυγχώρετη • | ασυγχώρετο • | ασυγχώρετοι • | ασυγχώρετες • | ασυγχώρετα • |
genitive | ασυγχώρετου • | ασυγχώρετης • | ασυγχώρετου • | ασυγχώρετων • | ασυγχώρετων • | ασυγχώρετων • |
accusative | ασυγχώρετο • | ασυγχώρετη • | ασυγχώρετο • | ασυγχώρετους • | ασυγχώρετες • | ασυγχώρετα • |
vocative | ασυγχώρετε • | ασυγχώρετη • | ασυγχώρετο • | ασυγχώρετοι • | ασυγχώρετες • | ασυγχώρετα • |
Further reading
edit- ασυγχώρετος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language