ασφαλτικός
Greek
editAdjective
editασφαλτικός • (asfaltikós) m (feminine ασφαλτική, neuter ασφαλτικό)
Declension
editDeclension of ασφαλτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφαλτικός • | ασφαλτική • | ασφαλτικό • | ασφαλτικοί • | ασφαλτικές • | ασφαλτικά • |
genitive | ασφαλτικού • | ασφαλτικής • | ασφαλτικού • | ασφαλτικών • | ασφαλτικών • | ασφαλτικών • |
accusative | ασφαλτικό • | ασφαλτική • | ασφαλτικό • | ασφαλτικούς • | ασφαλτικές • | ασφαλτικά • |
vocative | ασφαλτικέ • | ασφαλτική • | ασφαλτικό • | ασφαλτικοί • | ασφαλτικές • | ασφαλτικά • |
Related terms
edit- see: άσφαλτος f (ásfaltos, “asphalt”)
Further reading
edit- ασφαλτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language