ασύλητος
Greek
editAdjective
editασύλητος • (asýlitos) m (feminine ασύλητη, neuter ασύλητο)
Declension
editDeclension of ασύλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασύλητος • | ασύλητη • | ασύλητο • | ασύλητοι • | ασύλητες • | ασύλητα • |
genitive | ασύλητου • | ασύλητης • | ασύλητου • | ασύλητων • | ασύλητων • | ασύλητων • |
accusative | ασύλητο • | ασύλητη • | ασύλητο • | ασύλητους • | ασύλητες • | ασύλητα • |
vocative | ασύλητε • | ασύλητη • | ασύλητο • | ασύλητοι • | ασύλητες • | ασύλητα • |
Synonyms
edit- αδήωτος (adíotos)
- αδιαγούμιστος (adiagoúmistos)
- αδιαγούμητος (adiagoúmitos)
- αλαφυραγώγητος (alafyragógitos)
- αλεηλάτητος (aleïlátitos)