αυτοδύναμος
Greek edit
Adjective edit
αυτοδύναμος • (aftodýnamos) m (feminine αυτοδύναμη, neuter αυτοδύναμο)
Declension edit
Declension of αυτοδύναμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοδύναμος • | αυτοδύναμη • | αυτοδύναμο • | αυτοδύναμοι • | αυτοδύναμες • | αυτοδύναμα • |
genitive | αυτοδύναμου • | αυτοδύναμης • | αυτοδύναμου • | αυτοδύναμων • | αυτοδύναμων • | αυτοδύναμων • |
accusative | αυτοδύναμο • | αυτοδύναμη • | αυτοδύναμο • | αυτοδύναμους • | αυτοδύναμες • | αυτοδύναμα • |
vocative | αυτοδύναμε • | αυτοδύναμη • | αυτοδύναμο • | αυτοδύναμοι • | αυτοδύναμες • | αυτοδύναμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτοδύναμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτοδύναμος, etc.) |
Related terms edit
- αυτοδυναμία f (aftodynamía, “self-reliance”)