αφαιρετικά
Greek
editAdjective
editαφαιρετικά • (afairetiká)
- nominative neuter plural of αφαιρετικός (afairetikós)
- accusative neuter plural of αφαιρετικός (afairetikós)
- vocative neuter plural of αφαιρετικός (afairetikós)
αφαιρετικά • (afairetiká)