αχτένιστος
Greek
editAlternative forms
edit- ακτένιστος (akténistos)
Etymology
editInherited from Ancient Greek ἀκτένιστος (akténistos).
Adjective
editαχτένιστος • (achténistos) m (feminine αχτένιστη, neuter αχτένιστο)
Declension
editDeclension of αχτένιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αχτένιστος • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστοι • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |
genitive | αχτένιστου • | αχτένιστης • | αχτένιστου • | αχτένιστων • | αχτένιστων • | αχτένιστων • |
accusative | αχτένιστο • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστους • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |
vocative | αχτένιστε • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστοι • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |
References
edit- αχτένιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language