αϊδημητριάτικο
Greek
editNoun
editαϊδημητριάτικο • (aïdimitriátiko) n (plural αϊδημητριάτικα)
- (rare) chrysanthemum (the plant and its flower)
Declension
editDeclension of αϊδημητριάτικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αϊδημητριάτικο • | αϊδημητριάτικα • |
genitive | αϊδημητριάτικου • | αϊδημητριάτικων • |
accusative | αϊδημητριάτικο • | αϊδημητριάτικα • |
vocative | αϊδημητριάτικο • | αϊδημητριάτικα • |
Synonyms
edit- χρυσάνθεμο n (chrysánthemo)
- αγιοδημητριάτικο n (agiodimitriátiko)
Further reading
edit- Χρυσάνθεμο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el