βαφτισιμιά
Greek
editNoun
editβαφτισιμιά • (vaftisimiá) m (plural βαφτισιμιές, masculine βαφτισιμιός)
Declension
editDeclension of βαφτισιμιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαφτισιμιά • | βαφτισιμιές • |
genitive | βαφτισιμιάς • | βαφτισιμιών • |
accusative | βαφτισιμιά • | βαφτισιμιές • |
vocative | βαφτισιμιά • | βαφτισιμιές • |
Synonyms
edit- αναδεχτή f (anadechtí)
- αναδεξιμιά f (anadeximiá)
Related terms
edit- see: βάπτισμα n (váptisma, “baptism”)