βιοποικιλότητα

Greek

edit

Etymology

edit

βιο- (vio-) +‎ ποικιλότητα (poikilótita).

Noun

edit

βιοποικιλότητα (viopoikilótitaf (plural βιοποικιλότητες)

  1. (ecology) biodiversity

Declension

edit