βιοποικιλότητα
Greek edit
Etymology edit
βιο- (vio-) + ποικιλότητα (poikilótita).
Noun edit
βιοποικιλότητα • (viopoikilótita) f (plural βιοποικιλότητες)
Declension edit
declension of βιοποικιλότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |
genitive | βιοποικιλότητας • | βιοποικιλοτήτων • |
accusative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |
vocative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |