βόμβα μολότοφ
Greek
editNoun
editβόμβα μολότοφ • (vómva molótof) f (plural βόμβες μολότοφ)
Declension
edit- see: βόμβα (vómva)
Synonyms
edit- κοκτέιλ μολότοφ n (koktéil molótof)
Further reading
edit- Κοκτέιλ μολότοφ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el