Greek

edit

Adjective

edit

δαχτυλικός (dachtylikósm (feminine δαχτυλική, neuter δαχτυλικό)

  1. Alternative form of δακτυλικός (daktylikós)

Declension

edit
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δαχτυλικός (dachtylikós) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικοί (dachtylikoí) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)
genitive δαχτυλικού (dachtylikoú) δαχτυλικής (dachtylikís) δαχτυλικού (dachtylikoú) δαχτυλικών (dachtylikón) δαχτυλικών (dachtylikón) δαχτυλικών (dachtylikón)
accusative δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικούς (dachtylikoús) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)
vocative δαχτυλικέ (dachtyliké) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικοί (dachtylikoí) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)