διαστημικός
Greek
editEtymology
editLearnedly, from διάστημα (diástima, “space, interval”) + -ικός (-ikós, “adjectival suffix”).[1]
Pronunciation
editAdjective
editδιαστημικός • (diastimikós) m (feminine διαστημική, neuter διαστημικό)
Declension
editDeclension of διαστημικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαστημικός • | διαστημική • | διαστημικό • | διαστημικοί • | διαστημικές • | διαστημικά • |
genitive | διαστημικού • | διαστημικής • | διαστημικού • | διαστημικών • | διαστημικών • | διαστημικών • |
accusative | διαστημικό • | διαστημική • | διαστημικό • | διαστημικούς • | διαστημικές • | διαστημικά • |
vocative | διαστημικέ • | διαστημική • | διαστημικό • | διαστημικοί • | διαστημικές • | διαστημικά • |
References
edit- ^ διαστημικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language