διατηρημένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of διατηρούμαι (diatiroúmai), passive voice of διατηρώ (“keep”).
Pronunciation
editParticiple
editδιατηρημένος • (diatiriménos) m (feminine διατηρημένη, neuter διατηρημένο)
Declension
editDeclension of διατηρημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διατηρημένος • | διατηρημένη • | διατηρημένο • | διατηρημένοι • | διατηρημένες • | διατηρημένα • |
genitive | διατηρημένου • | διατηρημένης • | διατηρημένου • | διατηρημένων • | διατηρημένων • | διατηρημένων • |
accusative | διατηρημένο • | διατηρημένη • | διατηρημένο • | διατηρημένους • | διατηρημένες • | διατηρημένα • |
vocative | διατηρημένε • | διατηρημένη • | διατηρημένο • | διατηρημένοι • | διατηρημένες • | διατηρημένα • |
Related terms
edit- καλοδιατηρημένος (kalodiatiriménos, “well preserved, in good form”)