διορατικότητα
Greek
editEtymology
editδιορατικός (dioratikós, “insightful”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1884.
Noun
editδιορατικότητα • (dioratikótita) f (uncountable)
Declension
edit διορατικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | διορατικότητα • |
genitive | διορατικότητας • |
accusative | διορατικότητα • |
vocative | διορατικότητα • |