διπλοσάϊνο
Greek
editNoun
editδιπλοσάϊνο • (diplosáïno) n (plural διπλοσάϊνα)
Declension
editDeclension of διπλοσάϊνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπλοσάϊνο • | διπλοσάϊνα • |
genitive | διπλοσάϊνου • | διπλοσάϊνων • |
accusative | διπλοσάϊνο • | διπλοσάϊνα • |
vocative | διπλοσάϊνο • | διπλοσάϊνα • |