ερυθρό αιμοσφαίριο

Greek

edit

Etymology

edit

ερυθρό (erythró, red) + αιμοσφαίριο (aimosfaírio, blood cell)

Noun

edit

ερυθρό αιμοσφαίριο (erythró aimosfaírion (plural ερυθρά αιμοσφαίρια)

  1. (biology) erythrocyte, red blood cell
edit
see: αιμοσφαίριο n (aimosfaírio, blood cell)