ημισφαίριο
Greek
editEtymology
editημι- (imi-, “half”) + σφαίρα (sfaíra, “sphere”)
Noun
editημισφαίριο • (imisfaírio) n (plural ημισφαίρια)
Declension
editDeclension of ημισφαίριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημισφαίριο • | ημισφαίρια • |
genitive | ημισφαιρίου •, ημισφαίριου • | ημισφαιρίων • |
accusative | ημισφαίριο • | ημισφαίρια • |
vocative | ημισφαίριο • | ημισφαίρια • |