ισημερία
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἰσημερία (isēmería).
Noun
editισημερία • (isimería) f (plural ισημερίες)
Declension
editDeclension of ισημερία
Coordinate terms
edit- ηλιοστάσιο n (iliostásio, “solstice”)
Related terms
edit- εαρινή ισημερία f (eariní isimería, “spring equinox”)
- φθινοπωρινή ισημερία f (fthinoporiní isimería, “autumn equinox”)
Further reading
edit- ισημερία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el