φθινοπωρινή ισημερία
Greek
editNoun
editφθινοπωρινή ισημερία • (fthinoporiní isimería) f (plural φθινοπωρινές ισημερίες)
Related terms
edit- εαρινή ισημερία (eariní isimería) (spring equinox)
φθινοπωρινή ισημερία • (fthinoporiní isimería) f (plural φθινοπωρινές ισημερίες)