ισοπεντάνιο
Greek
editNoun
editισοπεντάνιο • (isopentánio) n (uncountable)
Declension
edit ισοπεντάνιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ισοπεντάνιο • |
genitive | ισοπεντανίου • |
accusative | ισοπεντάνιο • |
vocative | ισοπεντάνιο • |
Further reading
edit- ισοπεντάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el