καθαρτικό άλας
Greek
editNoun
editκαθαρτικό άλας • (kathartikó álas) n (uncountable)
- (chemistry, obsolete) magnesium sulphate, Epsom salts
- Synonym: θειικό μαγνήσιο (theiikó magnísio)
Further reading
edit- καθαρτικό άλας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el