καθημερινότητα
Greek
editPronunciation
editNoun
editκαθημερινότητα • (kathimerinótita) f (plural καθημερινότητες)
Declension
editDeclension of καθημερινότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθημερινότητα • | καθημερινότητες • |
genitive | καθημερινότητας •, καθημερινότητος • | καθημερινοτήτων • |
accusative | καθημερινότητα • | καθημερινότητες • |
vocative | καθημερινότητα • | καθημερινότητες • |