καρβουνιασμένος
Greek
editEtymology
editFrom καρβουνιάζω (karvouniázo, “to char”) (passive perfect participle).
Adjective
editκαρβουνιασμένος • (karvouniasménos) m (feminine καρβουνιασμένη, neuter καρβουνιασμένο)
Declension
editDeclension of καρβουνιασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καρβουνιασμένος • | καρβουνιασμένη • | καρβουνιασμένο • | καρβουνιασμένοι • | καρβουνιασμένες • | καρβουνιασμένα • |
genitive | καρβουνιασμένου • | καρβουνιασμένης • | καρβουνιασμένου • | καρβουνιασμένων • | καρβουνιασμένων • | καρβουνιασμένων • |
accusative | καρβουνιασμένο • | καρβουνιασμένη • | καρβουνιασμένο • | καρβουνιασμένους • | καρβουνιασμένες • | καρβουνιασμένα • |
vocative | καρβουνιασμένε • | καρβουνιασμένη • | καρβουνιασμένο • | καρβουνιασμένοι • | καρβουνιασμένες • | καρβουνιασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καρβουνιασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καρβουνιασμένος, etc.) |