καταθρηνία
Greek
editAlternative forms
edit- καταθρενία (katathrenía)
Noun
editκαταθρηνία • (katathrinía) f (plural καταθρηνίες)
Declension
editDeclension of καταθρηνία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταθρηνία • | καταθρηνίες • |
genitive | καταθρηνίας • | καταθρηνιών • |
accusative | καταθρηνία • | καταθρηνίες • |
vocative | καταθρηνία • | καταθρηνίες • |