κολομβιανός
See also: Κολομβιανός
Greek
editAdjective
editκολομβιανός • (kolomvianós) m (feminine κολομβιανή, neuter κολομβιανό)
Declension
editDeclension of κολομβιανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολομβιανός • | κολομβιανή • | κολομβιανό • | κολομβιανοί • | κολομβιανές • | κολομβιανά • |
genitive | κολομβιανού • | κολομβιανής • | κολομβιανού • | κολομβιανών • | κολομβιανών • | κολομβιανών • |
accusative | κολομβιανό • | κολομβιανή • | κολομβιανό • | κολομβιανούς • | κολομβιανές • | κολομβιανά • |
vocative | κολομβιανέ • | κολομβιανή • | κολομβιανό • | κολομβιανοί • | κολομβιανές • | κολομβιανά • |
Related terms
edit- see: Κολομβία f (Kolomvía, “Colombia”)