κόλιαντρος
Greek
editNoun
editκόλιαντρος • (kóliantros) m (uncountable)
- Alternative form of κόλιανδρος (kóliandros)
Declension
edit κόλιαντρος
case \ number | singular |
---|---|
nominative | κόλιαντρος • |
genitive | κόλιαντρου • |
accusative | κόλιαντρο • |
vocative | κόλιαντρε • |