λανθανίδιο
Greek
editNoun
editλανθανίδιο • (lanthanídio) n (plural λανθανίδια)
Declension
editDeclension of λανθανίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λανθανίδιο • | λανθανίδια • |
genitive | λανθανιδίου •, λανθανίδιου • | λανθανιδίων • |
accusative | λανθανίδιο • | λανθανίδια • |
vocative | λανθανίδιο • | λανθανίδια • |
Synonyms
edit- λανθανίδες n pl (lanthanídes) (plural only)
Coordinate terms
edit- σπάνιες γαίες f pl (spánies gaíes, “rare earths”)
Further reading
edit- Σπάνιες γαίες on the Greek Wikipedia.Wikipedia el