λυσεργικό οξύ
Greek
editNoun
editλυσεργικό οξύ • (lysergikó oxý) n (uncountable)
Derived terms
edit- διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος n (diaithylamídio tou lysergikoú oxéos, “lysergic acid diethylamide, LSD”)
λυσεργικό οξύ • (lysergikó oxý) n (uncountable)