μαξιλαράκι
Greek
editNoun
editμαξιλαράκι • (maxilaráki) n (plural μαξιλαράκια)
- diminutive of μαξιλάρα (maxilára) (small cushion)
Declension
editDeclension of μαξιλαράκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαξιλαράκι • | μαξιλαράκια • |
genitive | — | — |
accusative | μαξιλαράκι • | μαξιλαράκια • |
vocative | μαξιλαράκι • | μαξιλαράκια • |