μαύρος δρυοκολάπτης
Greek
editNoun
editμαύρος δρυοκολάπτης • (mávros dryokoláptis) m (plural μαύροι δρυοκολάπτες)
Declension
edit- see: μαύρος (mávros) and δρυοκολάπτης (dryokoláptis)
Synonyms
edit- μαυροτσικλιτάρα f (mavrotsiklitára)
Further reading
edit- μαύρος δρυοκολάπτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el