μαύρος φραγκολίνος
Greek
editNoun
editμαύρος φραγκολίνος • (mávros fragkolínos) m (plural μαύροι φραγκολίνοι)
Declension
edit- see: μαύρος (mávros) and φραγκολίνος (fragkolínos)
Related terms
edit- φραγκολίνος m (fragkolínos, “francolin”)
μαύρος φραγκολίνος • (mávros fragkolínos) m (plural μαύροι φραγκολίνοι)