μεγάλος τσικνιάς
Greek
editNoun
editμεγάλος τσικνιάς • (megálos tsikniás) m (plural μεγάλοι τσικνιάδες)
- great egret (bird - Ardea alba)
Declension
editCoordinate terms
edit- τσικνιάς m (tsikniás, “egret”)
μεγάλος τσικνιάς • (megálos tsikniás) m (plural μεγάλοι τσικνιάδες)