μειόκαινος
Greek
editPronunciation
editAdjective
editμειόκαινος • (meiókainos) m (feminine μειόκαινη, neuter μειόκαινο)
Declension
editDeclension of μειόκαινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μειόκαινος • | μειόκαινος • / μειόκαινη • | μειόκαινο • | μειόκαινοι • | μειόκαινοι • / μειόκαινες • | μειόκαινα • |
genitive | μειόκαινου • | μειόκαινου • / μειόκαινης • | μειόκαινου • | μειόκαινων • | μειόκαινων • | μειόκαινων • |
accusative | μειόκαινο • | μειόκαινο • / μειόκαινη • | μειόκαινο • | μειόκαινους • | μειόκαινους • / μειόκαινες • | μειόκαινα • |
vocative | μειόκαινε • | μειόκαινε • / μειόκαινη • | μειόκαινο • | μειόκαινοι • | μειόκαινοι • / μειόκαινες • | μειόκαινα • |
Related terms
edit- Μειόκαινο n (Meiókaino, “(the) Miocene”)