μετατρόχιο
Greek
editNoun
editμετατρόχιο • (metatróchio) n (plural μετατρόχια)
Declension
editDeclension of μετατρόχιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετατρόχιο • | μετατρόχια • |
genitive | μετατροχίου •, μετατρόχιου • | μετατροχίων • |
accusative | μετατρόχιο • | μετατρόχια • |
vocative | μετατρόχιο • | μετατρόχια • |